παντορροϊκός

παντορροϊκός
-ή, -ό
1. αυτός διά μέσου τού οποίου ρέουν τα πάντα
2. φρ. «παντορροϊκό αποχετευτικό σύστημα»
τεχνολ. ενιαίο αποχετευτικό σύστημα μιας πόλης το οποίο δέχεται όλα τα απόβλητη της, δηλαδή τόσο τών κατοικιών όσο και τών βιομηχανιών, καθώς και τα νερά τής βροχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + ροή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”